καβόνιος

καβόνιος
καβόνιος -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στον κάβο, στο εβρ. μέτρο για σιτάρι και ψωμί
2. (για ψωμί) αυτό που είναι μέσα σε κάβο («άρτος καβόνιος»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καβόνιον
μέτρο σίτου και άρτου, κάβος (Ι)*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάβος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαβώνιος — ον, Α καβόνιος* («ἄρτος χαβώνιος» ψωμί βάρους ενός κάβου, πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού καβόνιος (< κάβος [Ι] «εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”